Όταν τελείωνα το δημοτικό, στην τελική γιορτή, ήμουνα πρωταγωνίστρια σε ένα σκετσάκι που η δασκάλα είχε προσθέσει στο πρόγραμμα ειδικά για μένα. Γιατί το κυρίως σκετσάκι ήταν κυπριακό και εγώ η ανυπόθετη δεν μπορούσα να προφέρω τα κυπριακά σωστά. Ήμουνα ιδιαίτερα υπερήφανη γι' αυτό και ήθελα να έρθει όοολη η οικογένεια να με θαυμάσει. Ο πατέρας μου όμως είχε δουλειά και είχε πει πως θα έρθει μόλις τελειώσει. Στην γιορτή ο πατέρας μου δεν φάνηκε, λυπήθηκα πολύ, αλλά είπα πως δουλειά είναι αυτή, δεν είναι πως δεν ήθελε.
Αλλά όταν πηγαίναμε σπίτι τον ποιάσαμε να είναι σε ταβέρνα και να τρώει σουβλάκια με τους φίλους του! Είχε τελειώσει την δουλειά κι αντί να τρέξει στο σχολείο πήγε για φαί.
Μεγάλο ψυχικό τραύμα, ένιωθα προδομένη, πως ο πατέρας μου δεν ενδιαφερόταν για μένα που προσπαθούσα να τον κάνω υπερήφανο κτλ. Αυτό το συμβάν είναι το ορόσημο της αποξένωσης από τον πατέρα μου. Μέχρι πολύ πρόσφατα με τον πατέρα μου μιλούσαμε μόνο για να τσακωθούμε. Τα νέα μου (αν τα μάθαινε) ήταν μέσω της μητέρας μου. Δεν ήταν καν σίγουρος σε ποια τάξη πήγαινα, πόσον χρονών ήμουν, σε ποιά πόλη σπούδαζα. Επίσης του κρατούσα μανιάτικο το γεγονός πως ήταν όλη μέρα στην δουλειά και τα βράδυα ή έβγαινε (λόγω δουλειάς πάντα) ή καθόταν στην τηλεώραση σιωπηλά. Η όλη αδιαφορία με πλήγωνε αφάνταστα. Ζήλευα τις φίλες μου που είχαν καλές σχέσεις με τους πατεράδες τους. Υποσυνείδητα έψαχνα γκόμενους που να είναι το αντίθετο του πατέρα μου.
Αυτά μέχρι το καλοκαίρι που μας πέρασε. Αφού ήρθαν τα πάνω κάτω και στην δικιά μου ζωή και στην οικογένεια μου, αφού έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο, αναγκαστήκαμε να μιλήσουμε για πρώτη φορά έξω από τα δόντια. Η συζήτηση κράτησε 6 ώρες. Ευτυχώς ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Άρχισε με φοβερή ένταση, έιπαμε τα παράπονα μιας ζωής, αναλύσαμε συγκεκριμένα γεγονότα, είμασταν όχι απλά ειλικρινείς αλλά ωμοί. Το συμπέρασμα ήταν πως η αποξένωση τόσων χρόνων ήταν το αποτέλεσμα μιας μεγάλης παρεξήγησης. Εγώ νόμιζα πως ο πατέρας μου με απορρίπτει, εκείνος νόμιζε πως τον απορρίπτω, και επειδή και οι δύο φοβόμασταν μια απόρριψη έξω από τα δόντια, αντί να κάτσουμε να μιλήσουμε, απομακρυνόμασταν ο ένας από τον άλλο. Κατάλαβα την δική του θέση, πόσο υπέφερε από αυτή την κατάσταση. Φάνηκε πως μου έχει τρομερή αδυναμία αλλά έμενε στο περιθώριο γιατί φοβόταν πως εγώ τον θεωρούσα 'κατώτερο'. Ζητήσαμε συγγνώμη ο ένας από τον άλλο, κλάψαμε και συμφωνήσαμε να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Στο τέλος της βραδυάς φάγαμε σουβλάκια και είπιαμε μια μπουκάλα κρασί ενώ είχαμε καπνίσει ένα πακέττο τσιγάρα ο καθένας. Σημείωση, ήταν η πρώτη φορά που κάπνισα και ήπια στο σπίτι.
Μέχρι να επιστρέψω στην Αγγλία ο πατέρας μου κι εγώ γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Έτσι ανακάλυψα πόσο πολύ του μοιάζω, όχι μόνο εμφανισιακά, αλλά και στον χαρακτήρα και στις προτιμήσεις. Καθώς ήταν δύσκολοι καιροί, στάθηκε ο ένας στον άλλο. Χαρακτηριστικά, ήταν ο μόνος που βίωσε μαζί μου την ιστορία του χωρισμού με τον πρώην και το δίλλημα σχετικά με τον Άγγελο μου. Με βοήθησε να καταλάβω κάποια πράγματα και να αλλάξω την ζωή μου.
Fastforward στο παρόν. Χθες πήγα στο Λονδίνο, να δω τον μπαμπά μου που είχε έρθει για μια δουλειά. Για να πω την πάσα αλήθεια, φοβόμουνα να πάω. Ήταν η πρώτη φορά που θα περνούσαμε τόσο χρόνο μαζί σε πιο χαλαρό επίπεδο. Φοβόμουνα μήπως γκρεμιστούν όσα είχαμε χτίσει, μήπως βαρεθεί ο ένας τον άλλο, μήπως ανακαλύψουμε αγεφύρωτες διαφορές.
Ευτυχώς, η μέρα μας έφερε ακόμη πιο κοντά. Συζητήσαμε αρκετά, αλωνίσαμε την Oxford Street για να μου ψωνίσει και πήγαμε για φαγητό. Ήμουνα τόσο περήφανη που ήμασταν μαζί. Που μπορούσα να του πω ό,τι δεν τολμώ να πω στις φίλες μου, που μου μιλούσε ανοικτά, που περνούσαμε χρόνο μαζί. Που ήταν ο μπαμπάς που πάντα ονειρεύομουνα, που ήμουν η πριγκιπέσσα του και πάλι.
Δεν μπορώ να γράψω άλλο, το ποστ έχει παραγίνει προσωπικό. Και με έχουν ποιάσει τα κλάματα, δάκρυα χαράς, συγκίνησης, ανακούφισης.
Τον αγαπώ τον μπαμπά μου και είμαι περήφανη γι αυτόν.